- τροπαιοφορία
- ἡ, Α [τροπαιοφόρος]το να έχει κανείς τρόπαια νίκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροπαιοφορίας — τροπαιοφορίᾱς , τροπαιοφορία bearing of a trophy fem acc pl τροπαιοφορίᾱς , τροπαιοφορία bearing of a trophy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιουχία — ἡ, Μ [τροπαιουχῶ] 1. νίκη, τροπαιοφορία* 2. είδος αυτοκρατορικού στεφάνου … Dictionary of Greek